αντιφέγγω

αντιφέγγω
κ. -φεγγιζω (Μ ἀντιφέγγω)
φέγγω από απέναντι, αντανακλώ φως, λάμπω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιφεγγίζω — και αντιφέγγω, ισα, αντανακλώ, αντιλάμπω: Τα νερά αντιφέγγιζαν το φως του φεγγαριού που μεσουρανούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”